Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ζω στα

См. также в других словарях:

  • Στα(έ)λ, Μαντάμ ντε- — (Madame de Stael). Γαλλίδα συγγραφέας (Παρίσι, 1766 1817). Ανν Λουίζ Ζερμέν Νεκέρ, κόρη του βαρώνου Νεκέρ, τραπεζίτη του Λουδοβίκου 16ου, περισσότερο γνωστή με το όνομα του πρώτου της συζύγου βαρώνου Σταλ Χόλσταϊν, πρεσβευτή της Σουηδίας στο… …   Dictionary of Greek

  • στᾶ — ἵστημι make to stand aor imperat mid 2nd sg (doric aeolic) ἵστημι make to stand aor ind act 3rd sg (doric) στάζω drop fut ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγχρονι(α)στά — Ν επίρρ. συγχρόνως, ταυτοχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συγχρονίζω + επιρρμ. κατάλ. ά] …   Dictionary of Greek

  • μετανάστευση — Στα πλαίσια της ευρύτερης έννοιάς του ο όρος μ. περιλαμβάνει την ιδέα της κίνησης, την αλλαγή τόπου διαμονής και μπορεί να αναφέρεται σε κάθε μετακίνηση –οριστική ή προσωρινή– ομάδων ανθρώπων ή ζώων, προς τόπους διαφορετικούς από εκείνους στους… …   Dictionary of Greek

  • στάσας — στά̱σᾱς , ἵστημι make to stand aor part act fem acc pl στά̱σᾱς , ἵστημι make to stand aor part act fem gen sg (doric aeolic) στά̱σᾱς , ἵστημι make to stand aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic) στά̱σᾱς , στάζω drop fut part… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στάσῃ — στά̱σῃ , ἵστημι make to stand aor part act fem dat sg (attic epic ionic) στά̱σῃ , ἵστημι make to stand aor subj mid 2nd sg (doric) στά̱σῃ , ἵστημι make to stand aor subj act 3rd sg (doric) στά̱σῃ , ἵστημι make to stand fut ind mid 2nd sg (doric)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύπος — Στα μαθηματικά είναι η συμβολική γραφή που εκφράζει κάποια σχέση ισότητας ή ανισότητας, ή είναι η έκφραση ενός μεγέθους σε συνάρτηση άλλων μεγεθών κλπ. Με τη γενική αυτή έννοια, ο τ. παριστάνει με διάφορα σύμβολα μια μαθηματική πρόταση.… …   Dictionary of Greek

  • ασφάλειας, μηχανισμός — Στα διάφορα όπλα, όπως και σε άλλα πεδία της τεχνικής, η διάταξη που εμποδίζει την πρόωρη λειτουργία ενός ορισμένου μηχανισμού. Έτσι, π.χ. στους πυροσωλήνες των οβίδων, η αδράνεια των κινητών εσωτερικών μαζών ή η φυγόκεντρη δύναμη θέτουν σε… …   Dictionary of Greek

  • πράξεις αριθμητικές — Στα μαθηματικά, και ιδιαίτερα στην αριθμητική και στην άλγεβρα, ο όρος πράξη χρησιμοποιείται ως συνώνυμο των νόμων σύνθεσης, δηλαδή των κανόνων που επιτρέπουν τον συνδυασμό ν αριθμών ή, γενικότερα, ν στοιχείων δεδομένων κατά μια τάξη, και… …   Dictionary of Greek

  • στάσει — στά̱σει , ἵστημι make to stand aor subj act 3rd sg (epic doric) στά̱σει , ἵστημι make to stand fut ind mid 2nd sg (doric) στά̱σει , ἵστημι make to stand fut ind act 3rd sg (doric) στάσις placing fem nom/voc/acc dual (attic epic) στάσεϊ , στάσις… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναλογία — Στα μαθηματικά λέγεται ότι τέσσερις πραγματικοί αριθμοί, διατεταγμένοι και διάφοροι από το μηδέν, α, β, γ, δ είναι σε α. –και γράφεται α:β = γ:δ– εάν ο λόγος α/β είναι ίσος με τον λόγο γ/δ (π.χ. οι αριθμοί 2, 1, 4, 2 είναι σε α.). Αν οι αριθμοί α …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»